Προτίμησε να αφήσει τα πάντα και να θυσιάσει την προσωπική του ζωή για χάρη της αγάπης του για τη θάλασσα. Ο Βασίλης, γνωστός ως «Πόντιος», μιλάει για τη ζωή που άφησε και για τον πιστό του φίλο που δίνει χαρά στον ίδιο και στον κόσμο.
Ο Βασίλης Παρασίδης γεννήθηκε σε ένα χωριό στα Γρεβενά αλλά σε μικρή ηλικία μετακόμισε με την οικογένειά του στη Σουηδία. Εκεί σπούδασε Ηλεκτρονικά αλλά ασχολήθηκε και με τη μουσική δουλεύοντας στα πλήκτρα. «Πηγαινοερχόμουν ανάμεσα στη Σουηδία και την Ελλάδα καθώς δούλευα στο χώρο της μουσικής. Συνεργάστηκα με μεγάλα ονόματα. Ο Βασίλης Καρράς, ο Ζαφείρης Μελάς, ο Γιώργος Γερολυμάτος και η Ελένη Βιτάλη είναι κάποια από τα ονόματα με τα οποία έχω δουλέψει» αναφέρει ο 60χρονος ιστιοπλόος.
Το 1991, γύρισε μόνιμα στην Ελλάδα και, συγκεκριμένα, στη Θεσσαλονίκη όπου σε ένα ημιυπόγειο άνοιξε επιχείρηση με ηχοσυστήματα και συναγερμούς. «Στο μαγαζί κλειδώθηκε το μουσικό μου πνεύμα. Ήμουν ανοικτό πνεύμα και άρχισα να νιώθω ότι στριμώχνομαι» αναφέρει για τη δουλειά του. «Η Σουηδία μάς έδωσε πάρα πολλά. Αλλά το φως της Ελλάδας δεν μπορεί να συγκριθεί με το σκοτάδι της Σουηδίας» σημειώνει για τη ζωή του στη Σκανδιναβική χώρα και για την απόφασή του να γυρίσει στην Ελλάδα.
Η μοιραία συνάντηση με την ιστιοπλοΐα
Μια μέρα ύστερα από τέσσερα χρόνια, ενώ βρισκόταν στο κατάστημά του, ο Βασίλης παρατήρησε απέναντί του ένα αυτοκίνητο με ξένες πινακίδες. «Το πλησίασα και είδα ότι είχε σουηδικές πινακίδες. Ρώτησα ένα γείτονα που είχε συνεργείο σε ποιον ανήκει το αυτοκίνητο. Μου είπε το όνομα της κυρίας που το είχε η οποία ήταν ομογενής παιδική μου φίλη από τη Σουηδία» αναφέρει ο Βασίλης. Στις πρώτες κουβέντες που αντάλλαξαν, εκείνη του πρότεινε να έρθει στην ομάδα ιστιοπλοΐας που είχε γραφτεί η ίδια. «Όταν ανέβηκα στο σκάφος, ένιωσα αδρεναλίνη, την ίδια αδρεναλίνη που είχα όταν έτρεχα με γρήγορα αυτοκίνητα» σημειώνει ο 60χρονος.
Μετά την απόκτηση του διπλώματος της ιστιοπλοΐας, ακολούθησαν ταξίδια με το σκάφος της ομάδας καθώς η παρέα έδεσε. «Συμμετείχαμε και σε αγώνες στη Βόρεια Ελλάδα και κατακτήσαμε συνολικά έξι πρωταθλήματα» αναφέρει ο Βασίλης.
Το 2002, ο Βασίλης αποφάσισε να κλείσει το μαγαζί και να αφιερωθεί στη θάλασσα. «Πούλησα όλο τον εξοπλισμό που είχα και βρήκα ένα σκάφος στο Λαύριο. Τη μέρα που υπέγραφα έκανα το καλύτερο δώρο στον εαυτό μου καθώς συνέπεσε με τα γενέθλιά μου» σημειώνει ο 60χρονος.
Λίγες εβδομάδες αργότερα, ξεκίνησε το ταξίδι του με το σκάφος από το Λαύριο προς τη Θεσσαλονίκη. Ωστόσο, λόγω δυσμενών καιρικών συνθηκών, σταμάτησε στην Αλόννησο όπου πέρασε όμορφα με τους κατοίκους τις ημέρες των αποκριών. Αυτό συνετέλεσε στην απόφαση ζωής του να ασχοληθεί επαγγελματικά στην περιοχή των Βορείων Σποράδων.
Έτσι, λοιπόν, ένα χρόνο αργότερα έφτασε στη Σκόπελο προκειμένου να κάνει ημερήσιες κρουαζιέρες από το καταπράσινο νησί των Σποράδων. Όμως, στην αρχή αντιμετώπισε δυσκολίες. Μάλιστα, κάποιος Σκοπελίτης, με τον οποίο στη συνέχεια απόκτησαν στενές φιλικές σχέσεις και κουμπαριά, τον ρώτησε τι δουλειά έχει στη Σκόπελο και ας κάνει ιστιοπλοΐα στα Γρεβενά. Τότε, εκείνος απάντησε πως θα κάνει ιστιοπλοΐα στα νησιά μέχρι την εκβάθυνση του Αλιάκμονα. Επίσης, αγαπήθηκε όταν ήρθε σε επαφή με ρεμπέτες του νησιού καθώς τους έβαλε να ακούσουν σπάνιες ηχογραφήσεις που είχε στη συλλογή του. Τόσο οι ξένοι τουρίστες όσο και οι ξένοι που μένουν μόνιμα στις Σποράδες άρχισαν να προτιμούν το σκάφος του για τις ημερήσιες κρουαζιέρες του. «Οι ξένοι εκτιμούν ό, τι κάνεις αληθινά» αναφέρει ο Βασίλης ενώ σημειώνει πως κάποιους χειμώνες νοίκιαζε σπίτι στη Σκόπελο καθώς του αρέσει το νησί τόσο με κόσμο όσο και χωρίς. Όμως, όταν βρισκόταν στους πρόποδες του νησιού όπου είχε νοικιάσει το σπίτι του ατενίζοντας από ψηλά την πόλη, τη θάλασσα και το λιμάνι, τού έλειπε η θάλασσα και το σκάφος του.
Από το 2012 πλέον διαμένει τους χειμώνες μέσα στο σκάφος του που το φέρνει στο Βόλο μετά το πέρας της καλοκαιρινής τουριστικής σεζόν.
Η ζωή μέσα στο σκάφος
Ο Βασίλης δεν βρίσκει καμία δυσκολία μένοντας αποκλειστικά μέσα στο σκάφος. Είναι πλέον το σπίτι του από το οποίο δεν απολείπεται καμία απολύτως άνεση. Το μόνο μειονέκτημα της ζωής στο σκάφος είναι ότι δεν μπορείς να κάνεις οικογένεια, σύμφωνα με το Βασίλη. «Δεν είναι εύκολη η ζωή αλλά δεν την αλλάζω» σημειώνει. Ωστόσο, στο σκάφος υπάρχει θέρμανση και ηλεκτρικό ρεύμα μέσω των φωτοβολταϊκών πάνελ που έχει εγκαταστήσει.
Το πειρατικό του πλήρωμα
Ο Βασίλης έχει μόνιμα ως πλήρωμα τον Πειρατή, ένα σκυλάκι που παίζει με όλους, μια μασκότ που τον γνωρίζουν σε κάθε λιμάνι της Μαγνησίας.
Το 2014, μετά από την απώλεια ενός αγαπημένου του προσώπου, αναζήτησε τη συντροφιά ενός σκυλιού καθώς δηλώνει λάτρης των τετράποδων φίλων. «Βρήκα τον Πειρατή κουτάβι μέσα σε μια καφετέρια στη Σκόπελο. Ήταν αδέσποτος και τον είχαν βάλει στο καφέ και με ρώτησαν αν τον ήθελα» θυμάται ο 60χρονος καπετάνιος.
Όπου πηγαίνει από το Βόλο μέχρι την Αλόννησο, ο Πειρατής είναι διάσημος καθώς ζητιανεύει με ιδιαίτερο παιχνιδιάρικο τρόπο το φαγητό του και τα χάδια του. «Του αρέσει η θάλασσα. Κολυμπάει. Τον ξέρουν όλοι. Ακόμα και μέσα στα λιμεναρχεία, ρωτούν για τον Πειρατή» αναφέρει ο Βασίλης που λατρεύει αυτή τη συντροφιά και δεν την αποχωρίζεται ποτέ.
Μάλιστα, μια φορά είχε κάποιους πελάτες οι οποίοι ζήτησαν από το Βασίλη να αφήσει τον Πειρατή έξω από το σκάφος κατά τη διάρκεια της ημερήσιας κρουαζιέρας καθώς η κόρη του ζευγαριού φοβόταν τα σκυλιά. Ο Βασίλης συμφώνησε να δέσει τον Πειρατή κάτω προκειμένου να μη φοβάται το κοριτσάκι. Όταν βγήκαν από το λιμάνι, ο Βασίλης κατέβηκε και έλυσε τον Πειρατή ο οποίος ανέβηκε στο κατάστρωμα. Η μητέρα, η οποία ισχυριζόταν πως είχε εμπειρία στη ναυτοσύνη, ρώτησε τον καπετάνιο γιατί τον έλυσε. Τότε, εκείνος της υπενθύμισε πως οφείλει να γνωρίζει πως κουμάντο στο καράβι κάνει ο καπετάνιος. Το αποτέλεσμα ήταν να ξεπεράσει η μικρή το φόβο με τα σκυλιά έχοντας τον Πειρατή μονίμως αγκαλιά και να μείνουν ευχαριστημένοι οι γονείς της τόσο για την εμπειρία της κρουαζιέρας όσο και από το έργο του Πειρατή για να φύγει ο φόβος της κόρης τους από τα υπέροχα τετράποδα ζώα.
Προτίμησε να αφήσει τα πάντα και να θυσιάσει την προσωπική του ζωή για χάρη της αγάπης του για τη θάλασσα. Ο Βασίλης, γνωστός ως «Πόντιος», μιλάει για τη ζωή που άφησε και για τον πιστό του φίλο που δίνει χαρά στον ίδιο και στον κόσμο.
Ο Βασίλης Παρασίδης γεννήθηκε σε ένα χωριό στα Γρεβενά αλλά σε μικρή ηλικία μετακόμισε με την οικογένειά του στη Σουηδία. Εκεί σπούδασε Ηλεκτρονικά αλλά ασχολήθηκε και με τη μουσική δουλεύοντας στα πλήκτρα. «Πηγαινοερχόμουν ανάμεσα στη Σουηδία και την Ελλάδα καθώς δούλευα στο χώρο της μουσικής. Συνεργάστηκα με μεγάλα ονόματα. Ο Βασίλης Καρράς, ο Ζαφείρης Μελάς, ο Γιώργος Γερολυμάτος και η Ελένη Βιτάλη είναι κάποια από τα ονόματα με τα οποία έχω δουλέψει» αναφέρει ο 60χρονος ιστιοπλόος.
Το 1991, γύρισε μόνιμα στην Ελλάδα και, συγκεκριμένα, στη Θεσσαλονίκη όπου σε ένα ημιυπόγειο άνοιξε επιχείρηση με ηχοσυστήματα και συναγερμούς. «Στο μαγαζί κλειδώθηκε το μουσικό μου πνεύμα. Ήμουν ανοικτό πνεύμα και άρχισα να νιώθω ότι στριμώχνομαι» αναφέρει για τη δουλειά του. «Η Σουηδία μάς έδωσε πάρα πολλά. Αλλά το φως της Ελλάδας δεν μπορεί να συγκριθεί με το σκοτάδι της Σουηδίας» σημειώνει για τη ζωή του στη Σκανδιναβική χώρα και για την απόφασή του να γυρίσει στην Ελλάδα.
Η μοιραία συνάντηση με την ιστιοπλοΐα
Μια μέρα ύστερα από τέσσερα χρόνια, ενώ βρισκόταν στο κατάστημά του, ο Βασίλης παρατήρησε απέναντί του ένα αυτοκίνητο με ξένες πινακίδες. «Το πλησίασα και είδα ότι είχε σουηδικές πινακίδες. Ρώτησα ένα γείτονα που είχε συνεργείο σε ποιον ανήκει το αυτοκίνητο. Μου είπε το όνομα της κυρίας που το είχε η οποία ήταν ομογενής παιδική μου φίλη από τη Σουηδία» αναφέρει ο Βασίλης. Στις πρώτες κουβέντες που αντάλλαξαν, εκείνη του πρότεινε να έρθει στην ομάδα ιστιοπλοΐας που είχε γραφτεί η ίδια. «Όταν ανέβηκα στο σκάφος, ένιωσα αδρεναλίνη, την ίδια αδρεναλίνη που είχα όταν έτρεχα με γρήγορα αυτοκίνητα» σημειώνει ο 60χρονος.
Μετά την απόκτηση του διπλώματος της ιστιοπλοΐας, ακολούθησαν ταξίδια με το σκάφος της ομάδας καθώς η παρέα έδεσε. «Συμμετείχαμε και σε αγώνες στη Βόρεια Ελλάδα και κατακτήσαμε συνολικά έξι πρωταθλήματα» αναφέρει ο Βασίλης.
Το 2002, ο Βασίλης αποφάσισε να κλείσει το μαγαζί και να αφιερωθεί στη θάλασσα. «Πούλησα όλο τον εξοπλισμό που είχα και βρήκα ένα σκάφος στο Λαύριο. Τη μέρα που υπέγραφα έκανα το καλύτερο δώρο στον εαυτό μου καθώς συνέπεσε με τα γενέθλιά μου» σημειώνει ο 60χρονος.
Λίγες εβδομάδες αργότερα, ξεκίνησε το ταξίδι του με το σκάφος από το Λαύριο προς τη Θεσσαλονίκη. Ωστόσο, λόγω δυσμενών καιρικών συνθηκών, σταμάτησε στην Αλόννησο όπου πέρασε όμορφα με τους κατοίκους τις ημέρες των αποκριών. Αυτό συνετέλεσε στην απόφαση ζωής του να ασχοληθεί επαγγελματικά στην περιοχή των Βορείων Σποράδων.
Έτσι, λοιπόν, ένα χρόνο αργότερα έφτασε στη Σκόπελο προκειμένου να κάνει ημερήσιες κρουαζιέρες από το καταπράσινο νησί των Σποράδων. Όμως, στην αρχή αντιμετώπισε δυσκολίες. Μάλιστα, κάποιος Σκοπελίτης, με τον οποίο στη συνέχεια απόκτησαν στενές φιλικές σχέσεις και κουμπαριά, τον ρώτησε τι δουλειά έχει στη Σκόπελο και ας κάνει ιστιοπλοΐα στα Γρεβενά. Τότε, εκείνος απάντησε πως θα κάνει ιστιοπλοΐα στα νησιά μέχρι την εκβάθυνση του Αλιάκμονα. Επίσης, αγαπήθηκε όταν ήρθε σε επαφή με ρεμπέτες του νησιού καθώς τους έβαλε να ακούσουν σπάνιες ηχογραφήσεις που είχε στη συλλογή του. Τόσο οι ξένοι τουρίστες όσο και οι ξένοι που μένουν μόνιμα στις Σποράδες άρχισαν να προτιμούν το σκάφος του για τις ημερήσιες κρουαζιέρες του. «Οι ξένοι εκτιμούν ό, τι κάνεις αληθινά» αναφέρει ο Βασίλης ενώ σημειώνει πως κάποιους χειμώνες νοίκιαζε σπίτι στη Σκόπελο καθώς του αρέσει το νησί τόσο με κόσμο όσο και χωρίς. Όμως, όταν βρισκόταν στους πρόποδες του νησιού όπου είχε νοικιάσει το σπίτι του ατενίζοντας από ψηλά την πόλη, τη θάλασσα και το λιμάνι, τού έλειπε η θάλασσα και το σκάφος του.
Από το 2012 πλέον διαμένει τους χειμώνες μέσα στο σκάφος του που το φέρνει στο Βόλο μετά το πέρας της καλοκαιρινής τουριστικής σεζόν.
Η ζωή μέσα στο σκάφος
Ο Βασίλης δεν βρίσκει καμία δυσκολία μένοντας αποκλειστικά μέσα στο σκάφος. Είναι πλέον το σπίτι του από το οποίο δεν απολείπεται καμία απολύτως άνεση. Το μόνο μειονέκτημα της ζωής στο σκάφος είναι ότι δεν μπορείς να κάνεις οικογένεια, σύμφωνα με το Βασίλη. «Δεν είναι εύκολη η ζωή αλλά δεν την αλλάζω» σημειώνει. Ωστόσο, στο σκάφος υπάρχει θέρμανση και ηλεκτρικό ρεύμα μέσω των φωτοβολταϊκών πάνελ που έχει εγκαταστήσει.
Το πειρατικό του πλήρωμα
Ο Βασίλης έχει μόνιμα ως πλήρωμα τον Πειρατή, ένα σκυλάκι που παίζει με όλους, μια μασκότ που τον γνωρίζουν σε κάθε λιμάνι της Μαγνησίας.
Το 2014, μετά από την απώλεια ενός αγαπημένου του προσώπου, αναζήτησε τη συντροφιά ενός σκυλιού καθώς δηλώνει λάτρης των τετράποδων φίλων. «Βρήκα τον Πειρατή κουτάβι μέσα σε μια καφετέρια στη Σκόπελο. Ήταν αδέσποτος και τον είχαν βάλει στο καφέ και με ρώτησαν αν τον ήθελα» θυμάται ο 60χρονος καπετάνιος.
Όπου πηγαίνει από το Βόλο μέχρι την Αλόννησο, ο Πειρατής είναι διάσημος καθώς ζητιανεύει με ιδιαίτερο παιχνιδιάρικο τρόπο το φαγητό του και τα χάδια του. «Του αρέσει η θάλασσα. Κολυμπάει. Τον ξέρουν όλοι. Ακόμα και μέσα στα λιμεναρχεία, ρωτούν για τον Πειρατή» αναφέρει ο Βασίλης που λατρεύει αυτή τη συντροφιά και δεν την αποχωρίζεται ποτέ.
Μάλιστα, μια φορά είχε κάποιους πελάτες οι οποίοι ζήτησαν από το Βασίλη να αφήσει τον Πειρατή έξω από το σκάφος κατά τη διάρκεια της ημερήσιας κρουαζιέρας καθώς η κόρη του ζευγαριού φοβόταν τα σκυλιά. Ο Βασίλης συμφώνησε να δέσει τον Πειρατή κάτω προκειμένου να μη φοβάται το κοριτσάκι. Όταν βγήκαν από το λιμάνι, ο Βασίλης κατέβηκε και έλυσε τον Πειρατή ο οποίος ανέβηκε στο κατάστρωμα. Η μητέρα, η οποία ισχυριζόταν πως είχε εμπειρία στη ναυτοσύνη, ρώτησε τον καπετάνιο γιατί τον έλυσε. Τότε, εκείνος της υπενθύμισε πως οφείλει να γνωρίζει πως κουμάντο στο καράβι κάνει ο καπετάνιος. Το αποτέλεσμα ήταν να ξεπεράσει η μικρή το φόβο με τα σκυλιά έχοντας τον Πειρατή μονίμως αγκαλιά και να μείνουν ευχαριστημένοι οι γονείς της τόσο για την εμπειρία της κρουαζιέρας όσο και από το έργο του Πειρατή για να φύγει ο φόβος της κόρης τους από τα υπέροχα τετράποδα ζώα.
Μικρόβιο η ιστιοπλοΐα
Ο καπετάνιος, γνωστός ως Πόντιος λόγω της καταγωγής του, δηλώνει πως η ιστιοπλοΐα είναι μικρόβιο που δεν φεύγει καθώς όχι μόνο αλλάζει τρόπο σκέψης και ζωής αλλά και προσφέρει την απόλυτη αίσθηση της ελευθερίας.
Μάλιστα, αυτό το μικρόβιο είναι και κολλητικό καθώς κάποιοι από τους πελάτες του που δεν είχαν έρθει ξανά σε επαφή με την ιστιοπλοΐα, γύρισαν κάποια χρόνια αργότερα ως καπετάνιοι είτε δικών τους είτε άλλων ιστιοπλοϊκών σκαφών.
Ο καπετάνιος, γνωστός ως Πόντιος λόγω της καταγωγής του, δηλώνει πως η ιστιοπλοΐα είναι μικρόβιο που δεν φεύγει καθώς όχι μόνο αλλάζει τρόπο σκέψης και ζωής αλλά και προσφέρει την απόλυτη αίσθηση της ελευθερίας.
Μάλιστα, αυτό το μικρόβιο είναι και κολλητικό καθώς κάποιοι από τους πελάτες του που δεν είχαν έρθει ξανά σε επαφή με την ιστιοπλοΐα, γύρισαν κάποια χρόνια αργότερα ως καπετάνιοι είτε δικών τους είτε άλλων ιστιοπλοϊκών σκαφών.
Πηγή: www.gegonota.news (Βαγγέλης Πασιάς)